Το αρχοντικό αλλάζει όσο ζει!

Το Αρχοντικό των Μπενιζέλων

Το Αρχοντικό των Μπενιζέλων, πριν τις εργασίες αποκατάστασης.

Το κονάκι των Μπενιζέλων, στη μορφή που έχει σήμερα αποκατασταθεί, χαρακτηρίζεται για τη λιτότητα των μορφών και για την οργάνωση της κάτοψης του ορόφου με επίκεντρο και χώρο αναφοράς ένα ευρύχωρο χαγιάτι, κάτι που ανταποκρίνεται στον τρόπο ζωής του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα, εποχή στην οποία και πρέπει να αναχθεί η κατασκευή του. Στοιχεία για ακριβέστερη χρονολόγησή του απουσιάζουν.

Αργότερα, στη διάρκεια της ζωής του, το αρχοντικό γνώρισε σημαντικές μετασκευές οι οποίες εξέφραζαν τις αρχιτεκτονικές επιλογές κάθε περιόδου και ανταποκρίνονταν στις νέες προτεραιότητες. Κατά τον όψιμο 19ο αιώνα το ξεπεταχτό στο κέντρο της νότιας όψης του φαίνεται να έχει δύο μεγάλα παράθυρα με νεοκλασικές αναλογίες, αντί των τριών αρχικών παρακυπτικών παραθύρων και φεγγιτών. Τότε κλείστηκαν και τα διάστυλα του χαγιατιού με ανασυρόμενα τζαμιλίκια, ενώ πραγματοποιήθηκε και εκτεταμένη επέμβαση στα ανοίγματα, παράθυρα και θύρες: τα παλαιά σφραγίστηκαν και νέα ανοίχτηκαν σε διαφορετικές θέσεις.

Ανάλογες αλλαγές, που καταγράφουν διαφοροποίηση του κυρίαρχου αρχιτεκτονικού στυλ, παρακολουθεί κανείς και στις απεικονίσεις άλλων αρχοντόσπιτων. Σταδιακά οι ρυθμοί αναμειγνύονται και οι προσόψεις αποκτούν νέο ύφος, με αναλογίες παραθύρων νεοκλασικές, έως ότου θα επικρατήσει πλήρως ο νεοκλασικισμός. Αργότερα, προστίθενται και ανασυρόμενες τζαμαρίες, οι οποίες μετατρέπουν τα ξύλινα ανοιχτά χαγιάτια σε κλειστούς ηλιακούς.

Στο σπίτι της οδού Αδριανού 96, στις αρχές του 20ου αιώνα, το ξεπεταχτό της νότιας όψης καταστρέφεται και η περιοχή κλείνει με πέτρινο τοίχο – είναι η περίοδος που το αρχοντικό χωρίζεται σε δύο ιδιοκτησίες. Έτσι, οι πρώτοι μελετητές του κτηρίου δεν μπόρεσαν να αναγνώσουν πλήρως τα χαρακτηριστικά του και, κατά συνέπεια, τον χαρακτήρα του. Ο Αναστάσιος Ορλάνδος, που το μελέτησε το 1940 –τότε ήταν και διχοτομημένο σε δύο ιδιοκτησίες–, έγραφε για την «παντελή απουσία προκρεμαμένων εξωστών … και … μικρών φωτιστικών παραθύρων, … άνωθεν των παρακυπτικών». Στην ίδια μορφή το δημοσίευσε και ο Ιωάννης Τραυλός το 1960.