Ένα τυπικό κονάκι

Κάτοψη της οικίας Μασσών, ενός άλλου αθηναϊκού αρχοντόσπιτου, από τον Carl Haller von Hallerstein (1814).

Κάτοψη της οικίας Μασσών, ενός άλλου αθηναϊκού αρχοντόσπιτου, από τον Carl Haller von Hallerstein (1814).

Η κάτοψη του ορόφου του αρχοντικού το κατατάσσει στην ομάδα των αρχοντικών αστικών κατοικιών που κυριαρχούν στις οθωμανικές πόλεις από τα μέσα ήδη του 17ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μικρά Ασία.

Τα κονάκια, όπως αποκαλούνται, παρέχουν κύρος και ασφάλεια στον ιδιοκτήτη τους. Είναι συχνά πολυδαίδαλα συγκροτήματα, των οποίων ο όροφος είναι κατά βάση ξύλινος –λιθόκτιστοι τοίχοι ορίζουν δύο ή τρεις πλευρές του κτηρίου. Τα δύο κύρια συστατικά για τη σύνθεση της κάτοψης του ορόφου τους είναι η μονάδα του δωματίου, ο οντάς, και ο ημιυπαίθριος μεταβατικός χώρος, το χαγιάτι. Επίσης, διέθεταν αυλή που ευνοούσε την υπαίθρια ζωή στο εσωτερικό της οικίας, αλλά περικλειόταν με υψηλό μαντρότοιχο που προστάτευε τον ιδιωτικό χώρο και έκλεινε απέξω τους ξένους. Στέγες με φαρδιά γείσα επιστέφουν αυτά τα κτίσματα με την πλούσια ογκοπλασία, ενώ σειρές παραθύρων και φεγγιτών διαλύουν τις όψεις τους.

Χαρακτηριστικές κατόψεις αρχοντόσπιτων, με χαγιάτι και οντάδες, από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.

Αυτού του τύπου η κατοικία υιοθετείται από την κοινωνική ελίτ της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της επαρχιακής αριστοκρατίας, ανεξάρτητα από τα τοπικά ήθη, το θρήσκευμα και τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες. Συνιστά ένα διεθνικό μοντέλο αρχοντόσπιτου που μεταφέρεται από το κέντρο στα πιο απόμακρα σημεία του κράτους και μπολιάζει τις τοπικές παραδόσεις. Η αρχιτεκτονική αυτή θα αποτελέσει το πλαίσιο ζωής και δημιουργίας της ανερχόμενης αστικής τάξης της εποχής.

Η Αθήνα διέθετε αρκετά σπίτια αυτού του τύπου ήδη στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αφού σε ελαιογραφία του Jacques Carrey (1674) με θέμα την επίσκεψη του μαρκήσιου de Nointel στην πόλη, απεικονίζονται αρκετά σπίτια με χαγιάτια στον όροφο ή με επάλληλες σειρές παραθύρων και φεγγιτών. Ανάλογα στοιχεία μας παρέχει και ο βενετός αξιωματικός Giacomo Verneda, που το 1687 απεικονίζει τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι.

Ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της αρχιτεκτονικής είναι και η ευελιξία στη χρήση του εξοπλισμού της οικίας (έπιπλα, χαλιά, σκεύη κ.λπ.): τα στρωσίδια που χρησίμευαν για τον ύπνο το πρωί απομακρύνονταν στις μουσάντρες, τα κιλίμια και τα διάφορα μικροέπιπλα κάλυπταν ποικίλες ανάγκες. Για παράδειγμα, οι σοφάδες χρησιμοποιούνταν ως καθίσματα αλλά και ως κρεβάτια, ενώ οι μεγάλοι χάλκινοι δίσκοι μετατρέπονταν και σε τραπέζια. Το ζήτημα αυτό σχολιάζει ο Julius Michael Millingen αναφερόμενος στα μεσολογγίτικα σπίτια το 1823: «Είναι μάταιο να αναζητήσει κάποιος κρεβάτια, τραπέζια ή καρέκλες στα μεσολογγίτικα σπίτια. Τα υποκαθιστά όλα το ντιβάνι. Αυτό συνίσταται από στρώματα και μαξιλάρια, γεμισμένα με μαλλί και τοποθετημένα σε ελαφρά υπερυψωμένο τμήμα του δαπέδου, ολόγυρα στην κάμαρα.»